- κατάσμυρνος
- κατάσμυρνος, -ον (Α)αυτός που αναδίδει οσμή σμύρνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σμυρνος (< σμύρνα), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάσμυρνον — κατάσμυρνος smelling of myrrh masc/fem acc sg κατάσμυρνος smelling of myrrh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασμυρνίζω — (Μ) [κατάσμυρνος] αλείφω με άφθονη σμύρνα … Dictionary of Greek
κατασμυρνώ — κατασμυρνῶ, όω (Α) [κατάσμυρνος] κατασμυρνίζω* … Dictionary of Greek